τέκτονα

τέκτονα
τέκτων
worker in wood
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεκτόνα — η, Ν βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τών δένδρων από τα οποία παραλαμβάνεται το ξύλο τηκ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectona πιθ. < τέκτων, ονος, λόγω τού ότι το ξύλο του χρησιμοποιείται στην ξυλουργική] …   Dictionary of Greek

  • τέκτον' — τέκτονα , τέκτων worker in wood masc acc sg τέκτονι , τέκτων worker in wood masc dat sg τέκτονε , τέκτων worker in wood masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτονία — η, ΝΑ [τέκτων, ονος] νεοελλ. βοτ. παλαιότερη ονομασία τού δένδρου τεκτόνα αρχ. η τέχνη τού ξυλουργού …   Dictionary of Greek

  • τεκτονείον — τὸ, Α [τέκτων, ονος] εργαστήριο τέκτονα, ξυλουργείο …   Dictionary of Greek

  • τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… …   Dictionary of Greek

  • τεκτοσύνη — ἡ, Α [τέκτων, ονος] 1. η τέχνη τού τέκτονα, τού μαραγκού 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα («τεκτοσύνη ἐπέων», Παλ. Ανθ.) …   Dictionary of Greek

  • τεκτόνευσις — εύσεως, ἡ, Α [τεκτονεύω] η εργασία τού τέκτονα, η κατασκευή …   Dictionary of Greek

  • τεκτόνημα — τὸ, Μ [τεκτονῶ] (κυριολ. και μτφ.) έργο τέκτονα, κατασκευή, κατασκεύασμα, δημιούργημα …   Dictionary of Greek

  • τηκ — και τεκ, το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού δένδρου Tectona grandis τού γένους τεκτόνα που ανήκει στην οικογένεια βερβενίδες τής τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λαμιώδη και περιλαμβάνει 4 περίπου είδη δένδρων τα οποία είναι ιθαγενή τής… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονική — η 1. η τέχνη του τέκτονα (βλ. λ.). 2. κλάδος της γεωλογίας, η γεωτεκτονική, που ερευνά τη σύσταση και τις μεταβολές των πετρωμάτων του φλοιού της Γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”